- προφητεία
- ἡ προφητεία пророческий дар; пророчество
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Смотреть что такое "προφητεία" в других словарях:
προφητεία — προφητείᾱ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc/acc dual προφητείᾱ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητείᾳ — προφητείᾱͅ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεία — η пророчество – определенное предвидение и предсказание будущих событий, которые ни сами по себе, ни в своих сокровенных причинах не могли быть предусмотрены из настоящего и с несомненной достоверностью не предсказаны никаким ограниченным… … Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко)
προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» … Dictionary of Greek
προφητεία — [профитиа] ουσ. Θ. пророчество … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
προφητεία — η η πράξη του προφητεύω, το να προλέγει κανείς τα μέλλοντα, το προμάντεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφητείας — προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc pl προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητείαι — προφητείᾱͅ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητείαν — προφητείᾱν , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητειῶν — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεῖαι — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)